Σάββατο, Μαρτίου 06, 2010

Το δέντρο που έδινε



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά....

και αγαπούσε ένα αγοράκι.

Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.

Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.

Παίζανε και κρυφτό

Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.

Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά...

πάρα πολύ.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα πέρασαν τα χρόνια.

Και το αγόρι μεγάλωσε.

Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.

Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου αποκάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»

«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα έχω εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... και η μηλιά ήταν λυπημένη.

Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».

«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είιπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. «Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»

«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε.

«Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις»

«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»

«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά...και να ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη...μα όχι πραγματικά.

Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.

«Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω... Δεν έχω μήλα».

«Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι.

«Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια...»

«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.

«Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις...»

«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.

«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι... μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι...»

«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».

«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».

Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.

Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Shel Silverstein

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2009

REFUGEE


REFUGEE

You ask me,
Why it is I come to you,
when someone else is just as good.
I asked them but they said the same,
Didn't even ask my name... 

Explain to me
Just what it is you have to lose
Take a minute in my shoes
Don't it feel like you've paid your dues already

I'll show you,
That all our fates are so entwined
don't lose your faith in humankind
Just don't forget my state of mind
is fragile...

Together,
we can enjoy the taste of dignity
As long as you believe in me
I'll show you my reality
I've seen a few...

You ask me,
Why it is I come to you,
when someone else is just as good.
I asked them but they said the same,
Didn't even ask my name...

Another refugee...


από Oi Va Voi

Σάββατο, Ιανουαρίου 31, 2009


"Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο
       και ύστερα πάλι σβήσου με γενναιοδωρία..."

Οδυσσέας Ελύτης

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008

Εγώ το βήμα, εσύ το χώμα...


Σαν τη πρώτη ηλιαχτίδα, ανοιξιάτικου πρωϊνού...
απρόσκλητη, απρόσμενη, κι όμως τόσο ζεστή...
ήρθες και άλλαξες, της μέρας μου το χρώμα...

Εγώ το βήμα, εσύ το χώμα...

Μελισταχτο πιοτό...
ζεστό, γλυκό, πάνω στο τζάκι αχνίζεις...
άσε με να τ' αγγίξω... το πιο γλυκό μου πιώμα...

Εγώ το βήμα, εσύ το χώμα...

Μικρό κερί... ζεστό και φωτεινό...
της νύχτας μου αποκούμπι, γλυκών ονείρων στρώμα...
φώτισε το σκοτείνο, κι απόμερο αυτό δώμα...

Εγώ το βήμα, εσύ το χώμα...

Όπως ο πιο δυνατός οργασμός...
Ταράζεις όλες μου τις αισθήσεις... τις διαλύεις και τις κάνεις κτήμα σου...
και με αποθεώνεις... σαν την βουνοκορφή, τον αετό...

...γλυκό φιλί...
που πάντα κουβαλώ, τη γεύση του στο στόμα...

Εγώ το βήμα, εσύ το χώμα...
Για την Ε.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2007

ο χΡόνΟς


Τελικά, αυτό που καθορίζει το μεταίχμιο όλων των καταστάσεων και επιφέρει την ειδοποιός διαφορά,, είναι ο χρόνος… Ο χρόνος είναι ένας φίλος, που όμως αν δεν τον σέβεσαι θα έρθει η στιγμή που θα γυρίσει και θα σε κοιτάξει οικτίροντας σε.

Τότε κοιτώντας τον θα καταλάβεις πως ο χρόνος που σκοτώνουμε, δεν πεθαίνει ποτέ πριν μας εκδικηθεί…

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

η αγάπη ορμάει μπροστά


Χρόνια τώρα με φωνάζει από μακριά
κι ούτε ξέρω πως αντέχω και δε βρίζω
Να τη βλέπω ν' αρμενίζει στ' ανοιχτά
κι εγώ έτσι στα ρηχά να πλατσουριζω

Χρόνια τώρα με φωνάζει από μακριά
σαν με βλέπει σκεπτικό και κουρασμένο
και μου λέει έλα δοκίμασε άλλη μια
Εσένα ονειρεύομαι κι εσένα περιμένω

Κι ακόμα μια φορά
πως θα τη φτάσω ελπίζω
Η αγάπη ορμάει μπροστά
κι εγώ πίσω τρικλίζω
Πέφτω κι αυτή γελά
μα εγώ πονάω και βρίζω
και πάω να σηκωθώ ξανά

Κι ακόμα μια φορά
λέω θα της τραγουδήσω
τραγούδια τρυφερά
κι αρχίζω να γρυλίζω
Φαλτσάρω και γελά
και σταματώ και βρίζω
και πάω να της το πω ξανά

Κι όταν καμιά φορά
Στέκει και την αγγίζω
μου λέει είμαι φωτιά
μα μοναχά δροσίζω
κι άμα καώ γελά
Μα εγώ πονάω και βρίζω
και πάω να γιατρευτώ ξανά...

στίχοι: Γιάννης Αγγελάκας

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

Πανδαισία...



Κόκκινο. Αυγουστιάτικα μαλλιά σε μέρες ξυπόλητες με μόνο ήχο το ασταμάτητο τραγούδι του Νέστου. Σε πιάνει από το χέρι και σε αναγκάζει τα τρέξεις τόσο γρήγορα που σε κάθε σου βήμα νομίζεις πως θα ξεκολλήσουν τα γόνατά σου. Όπως παιδί παλιά, σημάδι που έδειχνε στο άνεμο πως είχε βρει τον μάστορα του. Όταν πάλι τον είχες νικήσει. Πορτοκαλί. Το καπλάνι της βιτρίνας με ρόλο εαρινού προαγγέλου που βολόδερνε εδώ κι εκεί κοιτώντας κρυφά μπας και ξεκλέψει λίγο φως που θα περάσει ανάμεσα από τα , αποσταμένα πια για να είναι κλειστά, δάχτυλα σου. Κίτρινο. Ξεθωριασμένο, σαν τις εικόνες που περνούν από μπροστά σου μόνο όταν τα μάτια είναι μισόκλειστα. Με τα στήθη γυμνά σε πλησιάζουν και επιτέλους σου χαρίζουν το άγγιγμα τους, τώρα… που το έχεις ανάγκη όσο ποτέ. Πράσινο. Απλώνει το είναι του παντού, όμορφο και προκλητικά άγνωστο. Σου χαρίζει ένα ζευγάρι σανδάλια και ξεγυμνώνεται μπροστά σου με μάτια βγαλμένα σαν από θυσία ιερή και ξεχασμένη που περιμένει τη λύτρωσή της. Μπλε. Αεικίνητο που γύρω στροβιλίζει με ένα πανέρι δροσιά στο χέρι και ένα χάδι υγρό σαν μαγιάτικης νύχτας που όρθωσε τ’ ανάστημα της κι αρνήθηκε να δώσει στον ουρανό της θέση θέση στον αυγερινό. Μωβ. Αμφιθυμία που γίνεται επιθυμία καταλήγοντας σε μία πεταμένη στην άκρη σχοινένια σπονδυλική στήλη και τραβώντας χωρίς λουρί αυτή τη φορά προς εκείνο το μεγάλο σύννεφο που μοιάζει σαν τεράστια νιφάδα χιονιού. Λευκό. Τέτοιος θα ήταν ο αέρας αν ήταν χρώμα. Αυτός που χαϊδεύοντας σε, έρχεται και παίρνει ότι ξύλινο που νόμιζες κέρινο και ότι πέτρινο που νόμιζες διαμαντένιο κουβαλάς, και είχε μείνει ξεχασμένο στις τσέπες εκείνου του παλιού χακί τζάκετ σου που είναι πλέον πολύ βαρύ για να φοράς τέτοιες καλοκαιρινές μέρες. Κατάλαβατε;

Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007

Στου δειλινού την άκρη δεν βλέπεις όνειρα·


Ξέρω πως είναι κάποιος
που με ψάχνει μέσα στο χέρι του νύχτα-μέρα,
και με βρίσκει, κάθε λεπτό, μες στα παπούτσια του.
Δεν ξέρει πως η νύχτα είναι θαμμένη
με σπιρούνια πίσω από την κουζίνα;

Ξέρω πως είναι κάποιος καμωμένος από τα μέλη μου,
που τον ολοκληρώνω όταν το ανάστημά μου
καλπάζει στο ακριβές του πετραδάκι.
Αγνοεί πως στο χρηματοκιβώτιό του
δε θα επιστρέψει νόμισμα που βγήκε απ' το πορτρέτο του;

Ξέρω τη μέρα,
αλλά μου έχει ξεφύγει ο ήλιος
ξέρω την παγκόσμια πράξη που έκανε το κρεβάτι του
με ξένο κουράγιο κι εκείνο το χλιαρό νερό,
που η φαινομενική συχνότητά του είναι ένα ορυχείο.
Είναι, ίσως, τόσο μικρός εκείνος ο άνθρωπος
που τον πατούν τα ίδια του τα πόδια;

Μια γάτα είναι το σύνορο ανάμεσα σ' εκείνον και σ' εμένα,
ακριβώς πλάι στο κύπελλό του με το νερό.
Τον βλέπω στις γωνίες, ανοίγει, κλείνει
το κουστούμι του, μάλλον μια ερωτηματική φοινικιά...
Τι άλλο μπορεί να κάμει παρά ν' αλλάξει κλάμα;

Αλλά με ψάχνει και με ψάχνει. Τι ιστορία!

Poema para ser leido y cantado
Cesar Vallejo

Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007

Δεν ξέρω αν θέλω να κοιτάω...



Υπάρχουν στιγμές, που η αλήθεια σε κάνει να νιώθεις διάφανος…

Να κοιτάς στον καθρέφτη, αλλά να μη βλέπεις το είδωλο σου…

Είναι εκείνες, οι καταραμένες στιγμές, που ο καθρέφτης γίνεται χαρτί…

Και δεν επιστρέφει το είδωλο σου, αλλά αυτό που πραγματικά είσαι…

Και τότε το χαρτί παίρνει φωνή… τη δικιά σου φωνή…

Όχι όμως αυτή που έχεις μάθει ν’ ακούς… που σ’ αρέσει ν’ ακούς…

Αλλά αυτή που …σπατάλησες…

Και τότε, πρέπει να πας πίσω…

Να γαντζωθείς σε κάτι αδιάφορο…

Μάλλον κάτι σαν κάθαρση… περιμένοντας να σε γυρίσει πίσω…

Εκεί που ξεκίνησες…

Ότι έχεις νιώσει στη ζωή σου σωριάζεται μπροστά σου…

Ανυπόστατο…

Μόνη σωτηρία είναι να εμπιστευτείς ετούτο το κενό…

Και μόνο τότε καταλαβαίνεις, πως η ζωή…

Είναι ότι έδωσες…

Ετούτο το κενό, είναι ότι του έδωσες…

Σαν εκείνο τον καθρέφτη στην αρχή…

Που δεν έβλεπες είδωλο μέσα του…

Παρά μόνο ένα άσπρο χαρτί…

Τετάρτη, Ιανουαρίου 17, 2007

Γενέθλια… 4/12/2006

4/12/2006

Γενέθλια…

Σκέψεις... σκόρπιες σκέψεις…

Θυμάμαι τα μισόλογα που άκουγα άθελά μου πίσω από μισόκλειστες πόρτες…

Θυμάμαι όταν μου έλεγαν ότι είναι ώρα για ύπνο αλλά εγώ προτιμούσα να κουλουριάζομαι στο κρεβάτι και να αφουγκράζομαι τη νύχτα…

Θυμάμαι το πρώτο μου όνειρο, τον πρώτο μου εφιάλτη…

Θυμάμαι όταν είπα το πρώτο μου ψέμα και μετά κρύφτηκα για να μη με δουν να κοκκινίζω…

Θυμάμαι όταν ανακάλυψα το πρώτο τους ψέμα και μετά κρύφτηκα για να μην δουν ότι κλαίω…

Θυμάμαι την πρώτη φορά που κουκουλώθηκα κάτω από το πάπλωμα και ευχήθηκα να κοιμόμουν για πάντα…

Θυμάμαι που όλα αυτά, έπρεπε να τα κάνω στα κρυφά… μόνος… εγώ με εμένα…

Θα θυμάμαι το σήμερα… την πρώτη φορά που ένιωσα ότι μεγάλωσα…

Τώρα αρχίζω και θυμάμαι...


Να ‘μαι καλά…
Με αγάπη, ο εαυτός μου…


Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006

Βήμα γρήγορο στο διάστημα
μάζεψες τα ρούχα σου απ' το πάτωμα
το κλειδί σου κι εκατό δραχμές
να φτάσεις ως το τέρμα βιάστηκες

Η τελευταία η παράσταση στο Εκράν
το τελευταίο ματωμένο σου κολάν
το τελευταίο τρένο από τον σταθμό
το τελευταίο πλοίο για την Αμοργό.

Παλιό ταξίδι έσβησε στα μάτια σου
κι όμως ανιχνεύω τα σημάδια σου
σημάδια σε καρδούλα πέτρινη
απ' όσους σε άφησαν μόνη κι έρημη

Σήψη σου χαρίζει το κορμί
έκτρωση σε φόντο καφετί
κύτταρα από πόνο σκοτωμένα
τ' αγέννητα παιδιά σου τα σωσμένα

Η τελευταία η παράσταση στο Εκράν
το τελευταίο ματωμένο σου κολάν
το τελευταίο τρένο από τον σταθμό
το τελευταίο πλοίο για την Αμοργό.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 10, 2006

ΑΜΙΛΗΤΑ




Ποτάμι τρέχει η Αγάπη, κι όσο τρέχει
πληθαίνει, και στ' ολόγλυκό της ρέμα
δείχνει της ευτυχιάς το ουράνιο ψέμα
και ο δρόμος της, θαρρείς, σωμό δεν έχει.

Μα μπροστά της, χωρίς να το παντέχη
του πόνου η πικροθάλασσα στο βλέμα
απλώνεται, γεμάτη δάκρυα κι αίμα,
και τα πάντα ρουφάει, τα πάντα βρέχει.

Χρυσομάνα, εμαράθηκαν τα φύλλα
και χειμώνας πλακώνει. Σε θωράω
κατάματα, με τρόμου ανατριχίλα.

Και σέναν' αλαφιάζεται το πράο
άρρωστο ανάβλεμμά σου, σα να ερωτά:
Θα χαρούμε άλλην Άνοιξη σαν πρώτα;

Λ. Μαβίλης